- Μαλτέζος
- και Μαλταίος, ο, θηλ. Μαλτέζαο κάτοικος τής Μάλτας ή αυτός που κατάγεται από τη Μάλτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαλτεζάνος — Μαλτεζάνος, ὁ (Μ) [Μαλτέζος] ο Μαλτέζος … Dictionary of Greek
Liste des membres de l'Académie d'Athènes — Liste des membres de l Académie d Athènes, l académie nationale des Sciences, Humanités et Beaux Arts de Grèce. Liste 1926 (membres fondateurs nommés dans la charte de l Académie) Dimitrios Aeginitis … Wikipédia en Français
μαλτέζικος — η, ο [Μαλτέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μάλτα ή στους Μαλτέζους («μαλτέζικα τραγούδια») 2. αυτός που προέρχεται από τη Μάλτα … Dictionary of Greek
Μίντοφ, Ντομ — (Dom Mintoff, Κοσπίκουα 1916 –). Μαλτέζος πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1955 58 και 1971 1984). Σπούδασε αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός στο πανεπιστήμιο της Μάλτας και το 1941 έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στις θετικές επιστήμες και στη… … Dictionary of Greek
Μπόζιο, Aντόνιο — (Antonio Bosio, Μάλτα 1575 – Ρώμη 1629). Μαλτέζος αρχαιολόγος. Πήγε στη Ρώμη νεότατος, ως απεσταλμένος του Τάγματος της Μάλτας, και αφοσιώθηκε στην εξερεύνηση των πολυάριθμων κατακομβών της πόλης. Το έργο του Υπόγεια Ρώμη (Roma sotteranea), το… … Dictionary of Greek